Η αίθουσα του δικαστηρίου κατάμεστη με κόσμο ήταν. Στο ακροατήριο κάθε λογής άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες, μεροκαματιάρηδες μα και άτομα της "υψηλής κοινωνίας" περίμεναν τους δικαστές να ανέβουν στα έδρανά τους για να αρχίσει η δίκη. Ακόμα και παιδιά είχαν φέρει κάποιοι γονείς, για να μαθαίνουν!.. Μια συνεχής βοή ερχόταν από τους διαδρόμους του μεγάρου. "Πηγαδάκια" εδώ κι εκεί ανθρώπων που προσπαθούσαν να προβλέψουν το αποτέλεσμά της. Μιας δίκης που εδώ και μέρες απασχολούσε τα ΜΜΕ και την ευρύτερη κοινωνική γνώμη. Ξαφνικά ένα καμπανάκι χτύπησε και η φωνή του κλητήρα ακούστηκε...
- Ησυχία στο ακροατήριο, άρχεται η συνεδρίασις!!
Οι παρευρισκόμενοι, που τόση ώρα όρθιοι περίμεναν, μπήκαν στην αίθουσα και έκατσαν στις θέσεις τους. Μερικοί ακόμα ψίθυροι εδώ κι εκεί, λίγο πριν η πόρτα πίσω από τα δικαστικά έδρανα ανοίξει, κι έπειτα σιωπή. Οι δικαστές άρχισαν να βγαίνουν κι ένας ένας να παίρνουν τις θέσεις τους. Όταν όλοι τους έκατσαν η φωνή του κλητήρα ακούστηκε, ακόμα μια φορά, να αναγγέλει την είσοδο του Προέδρου του δικαστηρίου. Με μιας όλοι σηκώθηκαν και έμειναν όρθιοι ως τη στιγμή που εκείνος έκατσε.
Έδειχνε σοφός μα κάτι χαλούσε την εικόνα του. Κάτι ήταν που έκανε τους άλλους να τον φοβούνται, μα κανείς ποτέ δε μπόρεσε να καταλάβει τί. Φόρεσε τα γυαλιά του, κοίταξε για ένα λεπτό τα χαρτιά της δικογραφίας που είχε μπροστά του κι έπειτα είπε:
- Να προσέλθει η κατηγορουμένη!
Μια πόρτα άνοιξε στα αριστερά της αίθουσας και από μέσα βγήκαν έξι ένστολοι. Οι τέσσερις από αυτούς στάθηκαν δεξιά κι αριστερά από τη θέση όπου η κατηγορουμένη θα καθόταν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ενώ οι άλλοι δύο στάθηκαν πίσω της αφού πρώτα την έβαλαν να καθίσει. Με την είσοδό της τα φλας των φωτογράφων άστραψαν και οι ψίθυροι ακόμα μια φορά φούντωσαν καθώς το ακροατήριο άρχισε να σχολιάζει την εμφάνισή της.
Σε τίποτα δεν έμοιαζε με εγκληματία κι όμως σαν τέτοια δικαζόταν σήμερα. Καστανή, γύρω στα τριάντα, είχε μια ηρεμία στην έκφρασή της που έκανε σε όλους εντύπωση. Δεν έμοιαζε να φοβάται ιδιαίτερα για το τι είχε να αντιμετωπίσει εκεί μέσα, μόνο τα μάτια της, εκείνα τα τεράστια καταπράσινα μάτια, ήταν κόκκινα και πρησμένα σα να έκλαιγε ώρες πολλές πριν διαβεί το κατώφλι του δικαστηρίου.
Ο Πρόεδρος κοίταξε ακόμα μια φορά τα χαρτιά του και της απευθύνθηκε:
- Χμμ.. Είναι πολύ σοβαρές οι κατηγορίες σας δεσποινίς μου, το γνωρίζετε;
Εκείνη με σκυμμένο το κεφάλι έγνεψε καταφατικά.
- Κι απ' ότι βλέπω αρνηθήκατε την παρουσία συνηγόρου υπεράσπισης. Μήπως αλλάξατε γνώμη;
"Όχι" έγνεψε εκείνη...
- Μάλιστα... οπότε δε βλέπω το λόγο γιατί να καθυστερούμε άλλο. Θα ξεκινήσω διαβάζοντάς σας το κατηγορητήριο. Να σας ενημερώσω πως όλα τα στοιχεία, που εδώ και μέρες εγώ και οι συνεργάτες μου μελετάμε, όλα δείχνουν την ενοχή σας. Παρ' όλα αυτά έχετε το δικαίωμα να προχωρήσετε σε έφεση αν θεωρήσετε πως η απόφασή μας σας αδικεί... Λοιπόν, ξεκινώ...
Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της και στο ξύλινο πάτωμα έπεσε. Μα κανείς δεν το πρόσεξε...
- Κατηγορήστε πως ερωτευθήκατε!
- Κατηγορήστε πως αγαπήσατε παράφορα!
- Κατηγορήστε πως κάνατε όνειρα για μια ζωή διαφορετική, όμορφη!
- Κατηγορήστε πως δεν ντραπήκατε να δηλώσετε όλα τα παραπάνω!
- Κατηγορήστε πως, όταν σας ζητήθηκε, κάνατε υπομονή!
- Κατηγορήστε πως δεν αντέξατε να υπομένετε όσο σας ζητήθηκε!
- Κατηγορήστε πως συγχωρέσατε λάθη που σας πλήγωσαν πολύ!
- Κατηγορήστε πως, κι εσείς, κάνατε λάθη στην προσπάθεια να πραγματοποιήσετε όλα αυτά που αποκαλείτε "όνειρα σας"!
- Και, τέλος, κατηγορήστε πως μετανιώσατε για όλα σας τα λάθη και ζητήσατε μια ευκαιρία να επανορθώσετε και να συνεχίσετε να ονειρεύεστε!
Η κατηγορουμένη σήκωσε το κεφάλι και το βλέμμα της καρφώθηκε σ' εκείνο του Προέδρου που μόλις είχε ολοκληρώσει την ανάγνωση του κατηγορητηρίου.
- Λοιπόν κατηγορουμένη, τί έχεις να δηλώσεις;
Αυτή τη φορά όλοι είδαν το δάκρυ στην άκρη των ματιών της, ένα δάκρυ που, σε αντίθεση με όλα τα προηγούμενα, ποτέ δεν κύλησε. Εκείνη χαμογέλασε και με δυνατή φωνή, δίχως φόβο κανένα, είπε:
- ΕΝΟΧΗ!!
Ο Πρόεδρος χαμογέλασε με ικανοποίηση, έβγαλε τα γυαλιά του και της απευθύνθηκε ξανά.
- Αναγνωρίζεις λοιπόν την ενοχή σου. Ωραία! Γνωρίζεις όμως πως για τις εν λόγω κατηγορίες δεν υπάρχουν ελαφρυντικά, ούτε καν εκείνο της παραδοχής της ενοχής; Γνωρίζεις τί σημαίνει αυτό κορίτσι μου;
- Ναι! "Εις θάνατον!" αυτό σημαίνει... απάντησε εκείνη.
- Μήπως θέλεις να αλλάξεις τη δήλωσή σου; Επιθυμείς μήπως να προχωρήσεις σε έφεση της αποφάσεως;
- ΕΝΟΧΗ! Αυτό δηλώνω και δεν το παίρνω πίσω. ΕΝΟΧΗ!
- Πολύ καλά λοιπόν. Διακόπτουμε για πέντε λεπτά εως ότου το σώμα του δικαστηρίου συσκεφθεί για να αποφασίσει με ποιο τρόπο θα εκτελεσθεί η ποινή σου...
Πέντε λεπτά, ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω δε χρειάστηκε για να βγει η οριστική απόφαση. Οι δικαστές επέστρεψαν και ο Πρόεδρος ανακοίνωσε με ποιο τρόπο θα γινόταν η εκτέλεση. Είχαν πολλές επιλογές πάνω σ' αυτό το ζήτημα, πάρα πολλές... Θεώρησαν όμως πως η περίσταση απαιτούσε κάτι θεαματικό, κάτι που είχε πολλά χρόνια να γίνει. Κάτι που θα ήταν ότι καλύτερο ώστε να παραδειγματιστούν και όσοι άλλοι θα τολμούσαν να σκεφτούν έστω να πράξουν με τρόπο ανάλογο της κατηγορουμένης.
Η λαιμητόμος στήθηκε γρήγορα στο κέντρο της πλατείας μπροστά από το προεδρικό μέγαρο. Ο κόσμος, που πριν βρισκόταν εντός της αίθουσας του δικαστηρίου, τώρα ήταν έξω και μαζί μ' αυτούς κι άλλοι πολλοί που έμαθαν για την απόφαση από τα έκτακτα δελτία ειδήσεων και πήγαν για να ...απολαύσουν το θέαμα. Κάμποσοι ένστολοι βρίσκονταν επίσης εκεί για να ελέγχουν το πλήθος. Σε μισή ώρα όλα θα ήταν έτοιμα.
Στο γραφείο του Προέδρου η γραμματέας ετοίμαζε τα τελευταία έγγραφα, εκείνα που θα έδιναν το πράσινο φως για να ολοκληρωθεί η διαδικασία. Ο Πρόεδρος κοιτούσε από το παράθυρο το πλήθος που ήταν μαζεμένο γύρω από την πλατεία και τα μάτια του έλαμπαν από ικανοποίηση. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε κι ένας από τους υποτακτικούς του μπήκε μέσα.
- Πρόεδρε είμαστε έτοιμοι!
- Ωραία! Τα χαρτιά είναι έτοιμα, πάρτα και ξεκινήστε. Και όπως είπαμε, έτσι;
- Ναι Πρόεδρε, όπως ακριβώς είπαμε, μην ανησυχείς για τίποτα...
Η κατηγορουμένη βγήκε από το κτίριο συνοδεία των έξι φρουρών που στιγμή δεν την άφηναν από κοντά τους. Με αργό βήμα πλησίασε τη λαιμητόμο, το βωμό της θυσίας της, αγέρωχη, με το κεφάλι ψηλά. Το πλήθος έβγαζε άναρθρες κραυγές ικανοποίησης, διψούσαν για αίμα, το δικό της αίμα. Τρια σκαλιά τη χώριζαν από το θάνατο, τα ανέβηκε και στάθηκε μπροστά από το δήμιό της. Εκείνος πήγε να της φορέσει μια μαύρη κουκούλα μα δεν τα κατάφερε. Ήθελε να βλέπει φως πριν, μια για πάντα, στο σκοτάδι χαθεί.
- Η εκτέλεση έχει οριστεί να ξεκινήσει σε πέντε λεπτά από τώρα, αμέσως μόλις η καμπάνα σημάνει επτά. Έχεις κάποια τελευταία επιθυμία, θέλεις να δηλώσεις κάτι;
"Ναι" έγνεψε εκείνη και μόλις ο δήμιος της έδωσε το ελεύθερο φώναξε με όση δύναμη είχε απομείνει μέσα της:
- Σ' ΑΓΑΠΑΩ! Τ' ΑΚΟΥΣ; Σ' ΑΓΑΠΑΩ!...
Η ηχώ της φωνής της ταξίδεψε στους δρόμους της πόλης, βγήκε έξω από αυτήν και έφτασε μέχρι τις πιο ψηλές βουνορφές, μέχρι την άκρη του ορίζοντα, εκεί που Ουρανός και Θάλασσα γίνονταν ένα... Στο δικαστικό μέγαρο ράγισαν τα κρύσταλα των παραθύρων. Και ο Πρόεδρος, που χωμένος βρισκόταν στην αναπαυτική μπερζέρα του, αναφώνησε όλο ευτυχία τρίβοντας τα χέρια του "Υπέροχα! Υπέροχα!".
Ένα σφύριγμα ακούστηκε καθώς η λεπίδα έσκιζε τον αέρα, ένας γδούπος κι έπειτα τίποτα. Σιωπή... Το πλήθος κοίταζε απογοητευμένο, δε μπορούσε να πιστέψει σ' αυτό που αντίκριζε. Το αίμα, εκείνο το αίμα που ανυπομονούσαν να δουν δεν έτρεξε ποτέ. Ούτε μια στάλα κόκκινη. Μόνο ένα υγρό διάφανο, σα νερό, σα δάκρυ, και μια ευωδιά σα να βρισκόσουν σε ένα δάσος ανθισμένες λεμονιές. Οι φρουροί πήραν το άψυχο κορμί. Όλα είχαν τελειώσει. Επιστροφή στη βαρετή καθημερινότητα...
Ο υποτακτικός του Προέδρου μπήκε στο γραφείο ξανά, αυτή τη φορά κρατώντας σφιχτά στα χέρια του και με μεγάλη προσόχη ένα μικρό κουτί.
- Όλα όπως τα ζήτησες Πρόεδρε. Εδώ στο 'χω...
Εκείνος άπλωσε τα χέρια και πήρε το κουτάκι. Το έφερε κοντά στο πρόσωπό του και το άνοιξε σιγά σιγά, όσο προσεκτικότερα μπορούσε, για να το κλείσει αμέσως πάλι πριν το φυλάξει μέσα στην τσάντα που πάντα μαζί του κουβαλούσε.
- Πες στον οδηγό μου να ετοιμάσει το αυτοκίνητο. Κατεβαίνω και ξεκινάμε για το σπίτι.
Στο δρόμο δε μίλησε καθόλου, σκεφτικός καθόταν, κοιτούσε την τσάντα και χαμογελούσε. Δεν άργησαν να φτάσουν στο σπίτι. Γρήγορα κατέβηκε και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό του. Μπήκε μέσα, άνοιξε ένα ντουλάπι και πήρε ένα γυάλινο βαζάκι. Είχε κάμποσα τέτοια εκεί μέσα, όλα με βιδωτό κούμπωμα, σαν κι εκείνα που οι γυναίκες χρησιμοποιούν στην κουζίνα τους για να φυλάνε αποξηραμένα μυρωδικά. Έπειτα άνοιξε ένα συρτάρι, πήρε ένα κλειδί και βγήκε από το δωμάτιο. Με βήμα γοργό κατευθύνθηκε σε ένα δωμάτιο που βρισκόταν λίγα βήματα πιο πέρα. Ξεκλείδωσε και μπήκε μέσα.
Ήταν ένα δωμάτιο παράξενο. Όλοι οι τοίχοι γεμάτοι βιβλιοθήκες μα πουθενά κανένα βιβλίο. Αντίθετα όλα σχεδόν τα ράφια ήταν γεμάτα από βαζάκια γυάλινα σαν κι αυτό που πριν λίγο είχε πάρει από το δωμάτιό του. Εκατοντάδες βαζάκια, όλα άδεια... Παράθυρο είχε μόνο ένα και κουρτίνες μαύρες, από ύφασμα βαρύ, το πλαισίωναν. Τώρα ήταν στην άκρη τραβηγμένες για να φωτίζει λιγάκι το δωμάτιο. Και στη μέση μια πολυθρόνα κι ένα τραπεζάκι με ένα μπουκάλι κονιάκ κι ένα ποτήρι.
- Πατέρα; ακούστηκε μια φωνή πίσω από την πόρτα.
- Έλα γιε μου, πέρασε μέσα.
- Σίγουρα πατέρα; Ποτέ πριν δε μου επέτρεψες να μπω εδώ.
- Πέρασε είπα, έλα, θέλω να δεις κάτι.
Γύρω στα δεκαπέντε θα 'τανε, ψηλό παιδί, αδύνατο, με ένα πρόσωπο γλυκό, αθώο, όμορφο. Σε τίποτα δε θύμιζε τον πατέρα του. Στάθηκε δίπλα του και τον κοίταξε με απορία.
- Τί είναι όλα αυτά τα βαζάκια πατέρα; Και γιατί είναι όλα άδεια;
- Μη βιάζεσαι γιέ μου, κάθε πράγμα στον καιρό του. Πρώτα πες μου, έμαθες τι υπόθεση δίκαζα σήμερα;
- Ναι πατέρα, έμαθα.
- Και έμαθες τι απόφαση πάρθηκε;
- Ναι, εις θάνατον, στη λαιμητόμο. Άκουσα μάλιστα πως έγινε και κάτι παράξενο.
- Ναι ε; Τι ακριβώς;
- Δεν είδε κανείς αίμα, μόνο νερό, και μύριζε παντού λεμόνι...
- Έτσι ακριβώς γιε μου, συμβαίνει καμιά φορά κι αυτό.
- Μα γιατί συνέβη, ξέρεις εσυ πατέρα;
- Ναι μικρέ, ξέρω. Γι' αυτό σε άφησα να μπεις σήμερα εδώ, για να μάθεις κι εσύ. Βλέπεις αυτό εδώ το κουτάκι; Έχει μέσα κάτι πολύτιμο, κάτι που σπάνια βρίσκεις πια όσο κι αν ψάχνεις. Έχει μια Ψυχή...
- Ψυχή; Τι εννοείς πατέρα; Πως είναι δυνατό να χωρέσει μια Ψυχή σε ένα τόσο δα κουτάκι;
- Κι όμως αγόρι μου, χωράει. Γιατί η Ψυχή δε μετριέται με κιλά ή μέτρα. Η Ψυχή μετριέται από την ικανότητά της να αγαπάει. Έτσι μετριέται. Φέρε μου τώρα εκείνο το άδειο βαζάκι από το τραπεζάκι.
- Μα όλα άδεια είναι πατέρα.
- Δεν είναι, τώρα θα δεις.
Ο νέος έδωσε στον πατέρα του το βάζο, αφού πρώτα το άνοιξε, κι εκείνος, με μεγάλη προσοχή ακούπησε το κουτάκι στο στόμιο και, με γρήγορες κινήσεις, βίδωσε το καπάκι όσο πιο σφιχτά μπορούσε.
- Πατέρα δεν καταλαβαίνω...
- Θα καταλάβεις. Κλείσε τις κουρτίνες...
- Ν' ανάψω πρώτα ένα φως, θα σκοτεινιάσει αν τις κλείσω.
- Κάνε αυτό που σου είπα και τίποτα άλλο.
Με μια κίνηση οι κουρτίνες έκλεισαν και τότε ο μικρός με έκδηλη την έκπληξη στο πρόσωπό του είπε:
- Πατέρα... είναι υπέροχο!
- Ναι γιέ μου, είναι...
- Τόσο Φως!
- Οι Ψυχές γιε μου... οι Ψυχές που ξέρουν ν' αγαπούν δε σβήνουν ποτέ. Αιώνια υπάρχουν για να φωτίζουν τα σκοτεινά μονοπάτια της ζωής και να βοηθούν τις άλλες, τις Χαμένες, το δρόμο τους να βρίσκουν.
- Μα αν είναι κλεισμένες στο βαζάκι πως θα βοηθήσουν πατέρα;
- Ανόητες ερωτήσεις. Απλά δε θα βοηθήσουν. Και ξέρεις γιατί; Γιατί εδώ μέσα μαζεύω μόνο τις Ψυχές που μάταια προσπάθησαν, τις Ψυχές που πληγώθηκαν προσπαθώντας. Να μην ανησυχείς λοιπόν, είναι καλύτερα εδώ, είναι ασφαλείς εδώ...
Ο μικρός προσπαθούσε να καταλάβει μα ήταν αδύνατο. Αν οι Ψυχές φυλακισμένες είναι δε μπορούν κανένα να βοηθήσουν, είτε το θέλει, είτε όχι. Δεν είναι σωστό να είναι φυλακισμένες, όχι! Μα αυτό δε μπορούσε να το πει στον πατέρα του. Θα του χαλούσε τα σχέδια...
Το ίδιο βράδυ ο μικρός τρύπωσε στο δωμάτιο των γονιών του, άνοιξε το συρτάρι, πήρε το κλειδί και πήγε όσο πιο αθόρυβα γινόταν στο δωμάτιο των Ψυχών. Το Φως τους, διάχυτο παντού στο χώρο, να σε υπνωτίσει μπορούσε. Πλησίασε το παράθυρο και αφού το άνοιξε άρχισε να ανοίγει ένα ένα τα βαζάκια. Οι Ψυχές ξεχύθηκαν με δύναμη και ένα φωτεινό πέπλο τύλιξε το σπίτι. Κι έπειτα χάθηκαν μακριά φωτίζοντας τα μονοπάτια, αναζητώντας Χαμένες Ψυχές να βοηθήσουν. Κι η πλάση μυρωδιές γέμισε... γιασεμί, ευκάλυπτος, βασιλικός, τριαντάφυλλο, λεμόνι!...
Σε λιγάκι ξημέρωσε. Στο σπίτι του Προέδρου όλοι κοιμόντουσαν ακόμη. Ώσπου μια κραυγή έσκισε τη σιωπή κι όλους τους σήκωσε στο πόδι...
- ΟΧΙΙΙ!!!...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου